υποθερίζω

υποθερίζω
Μ [θερίζω]
1. θερίζω
2. (κυρίως μτφ. και σχετικά με υλικό πλούτο) αποκομίζω, κερδίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”